- ἀμετατρεψία
- ἀμετα-τρεψία, ἡ, = sq., Ptol.Tetr.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμετατρεψία — ἀμετατρεψία, η (Α) [ἀμετάτρεπτος] η ιδιότητα τού αμετάτρεπτου … Dictionary of Greek
ἀμετατρεψίας — ἀμετατρεψίᾱς , ἀμετατρεψία fem acc pl ἀμετατρεψίᾱς , ἀμετατρεψία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάτρεπτος — η, ο (AM ἀμετάτρεπτος, ον) αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία] … Dictionary of Greek